δυσεξερευνητος

δυσεξερευνητος
    δυσεξερεύνητος
    δυσ-εξερεύνητος
    2
    с трудом поддающийся исследованию Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δυσεξερευνητος" в других словарях:

  • δυσεξερεύνητος — hard to explore masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεξερεύνητος — η, ο (AM δυσεξερεύνητος, ον) αυτός που δύσκολα εξερευνάται …   Dictionary of Greek

  • δύσληπτος — η, ο (AM δύσληπτος, ον) 1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται 2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα») νεοελλ. (για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται αρχ. 1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»